- ἐπιτλήτω
- ἐπιτλῆναιaor imperat act 3rd sg (epic)ἐπιτλῆναιpres imperat act 3rd sg (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιτλώ — ἐπιτλῶ, άω (Α) υποφέρω υπομονετικά, υπομένω («τῷ τοι ἐπιτλήτω κραδίη» γι’ αυτό ας υπομείνει η καρδιά σου Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + τλω «υπομένω»] … Dictionary of Greek